αστρίτης

αστρίτης
ο [άστρο]
1. ονομασία του φιδιού έχιδνα* η αμμοδίτης
2. αυτός που έχει ζωηρό βλέμμα, ο έξυπνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • Ανεμοδουράς, Στέλιος — (Αθήνα 1917 – 2000). Δημοσιογράφος και συγγραφέας, γνωστός και με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Θάνος Αστρίτης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σταδιοδρόμησε όμως ως δημοσιογράφος και εκδότης. Συγκεκριμένα, συνεργάστηκε με διάφορες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”